ἀχέεσσι

ἀχέεσσι
ἄχος
pain
neut dat pl (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατημύω — (Α) 1. κλίνω προς τα κάτω, πέφτω κάτω (ἔρνεα... κατημύουσιν κλασθέντα ῥίζηθεν», Απολλ. Ρόδ.) 2. μτφ. κάνω κάτι να κλίνει προς τα κάτω, να καταπέσει («κατήμυσαν δ ἀχέεσσι θυμόν», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἠμύω «κλίνω, γέρνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”